ἐπιθοῖντο

ἐπιθοῖντο
ἐπιθέω
run upon
pres opt mp 3rd pl (attic epic doric)
ἐπιθέω
run upon
pres opt mid 3rd pl (attic epic doric)
ἐπιτίθημι
lay
3rd pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπίθοιντο — ἐπιτίθημι lay aor opt mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”